Αυτούσια Διανομή και Επιδίκαση Ακινήτων Σύμφωνα με τα Άρθρα του ΚΠολΔ
Σύμφωνα με τα άρθρα 480, και 486 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την αυτούσια διανομή ακινήτων. Αυτό γίνεται όταν είναι δυνατή η διαίρεση του ακινήτου σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών χωρίς να μειώνεται η αξία του. Σε περίπτωση που τα μέρη που σχηματίστηκαν είναι ίσα, η διανομή γίνεται με κλήρωση. Κάθε κοινωνός λαμβάνει το μερίδιο του. Αν όμως η κλήρωση οδηγεί σε τεμαχισμό της ιδιοκτησίας ή είναι αντίθετη προς το συμφέρον κάποιου κοινωνού, τότε το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει τα μερίδια απευθείας χωρίς κλήρωση.
Εάν τα μέρη που σχηματίστηκαν είναι άνισα, τότε η διανομή γίνεται με επιδίκαση στους συγκυρίους σύμφωνα με τις μερίδες τους. Αυτή η διαδικασία επιτρέπεται από τα άρθρα 480 και 486 του ΚΠολΔ. Εδώ το δικαστήριο επιδικάζει τα μέρη χωρίς κλήρωση. Αυτό συμβαίνει όταν δεν υπάρχει αναλογία των μερών προς τις μερίδες των κοινωνών.
Το δικαστήριο μπορεί επίσης να εξισώσει άνισα μέρη με την καταβολή χρηματικού ποσού από έναν κοινωνό σε άλλον. Αυτό έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα. Αυτή η δυνατότητα προβλέπεται από το άρθρο 481 του ΚΠολΔ και εφαρμόζεται για τη διευκόλυνση της αυτούσιας διανομής. Έτσι, ορισμένοι κοινωνοί μπορεί να υποχρεωθούν να καταβάλουν χρήματα σε άλλους για την εξίσωση της αξίας των μερίδων.
Η αυτούσια διανομή δεν μπορεί να γίνει με την καταβολή μόνο χρηματικού ποσού. Αυτό επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 483 του ΚΠολΔ και 1889 του ΑΚ. Αυτές περιλαμβάνουν τη διανομή κοινής επιχείρησης και την επιδίκαση ακινήτου που χρησίμευε ως οικογενειακή στέγη στη σύζυγο του κληρονομούμενου.
Η διαδικασία της αυτούσιας διανομής προϋποθέτει σχετικό αίτημα από τον κοινωνό. Αυτό μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις οποιουδήποτε από τους συγκύριους κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Διαφορετικά, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο. Το δικαστήριο δεν μπορεί να επιλέξει αυτεπαγγέλτως αυτόν τον τρόπο διανομής.
Τέλος, για να είναι ορισμένη μια αγωγή διανομής κοινού ακινήτου, πρέπει να εκτίθεται η συγκυριότητα του ενάγοντος στο διανεμητέο ακίνητο και η κοινωνία μεταξύ τους. Πρέπει να περιγράφεται ακριβώς το ακίνητο ώστε να διακριβωθεί η ταυτότητά του. Επίσης, πρέπει να αναφέρεται η αξία των διανεμητέων πραγμάτων για τον καθορισμό της αρμοδιότητας του δικαστηρίου. Επιπλέον, η αγωγή πρέπει να περιλαμβάνει το ποσοστό συμμετοχής του κάθε διαδίκου στην κοινωνία.
Αυτό επιτρέπει στο δικαστήριο να σχηματίσει μια δικανική κρίση σχετικά με τη δυνατότητα αυτούσιας διανομής. Εάν δεν περιληφθούν αυτά τα στοιχεία στην αγωγή, τότε το δικόγραφο μπορεί να απορριφθεί ως αόριστο και άρα απαράδεκτο. Αυτό το απαράδεκτο εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, διότι αφορά τη δημόσια τάξη.
Η αυτούσια διανομή έχει σημασία για τη δίκαιη κατανομή της κοινής περιουσίας. Σε περιπτώσεις που η αυτούσια διανομή δεν είναι δυνατή, το δικαστήριο μπορεί να καταφύγει σε άλλες λύσεις, όπως η πώληση του ακινήτου και η κατανομή του τιμήματος μεταξύ των κοινωνών. Αυτό εξασφαλίζει ότι οι κοινωνοί λαμβάνουν τη δίκαιη μερίδα τους, χωρίς να παραβιάζεται η έννοια της κοινοκτημοσύνης.
Η εξίσωση των άνισων μερών μέσω χρηματικής αποζημίωσης διασφαλίζει ότι η κατανομή γίνεται με δίκαιο τρόπο. Όταν ένας κοινωνός λαμβάνει μεγαλύτερο ή πιο πολύτιμο μερίδιο, καταβάλλει στους άλλους το αντίστοιχο χρηματικό ποσό. Αυτό αποτρέπει τις αδικίες και εξασφαλίζει τη δικαιοσύνη στην κατανομή των περιουσιακών στοιχείων.
Η διαδικασία της διανομής είναι σημαντική για την αποφυγή συγκρούσεων μεταξύ των κοινωνών. Η διανομή με κλήρωση ή απευθείας επιδίκαση των μερίδων, όπως προβλέπεται από τον ΚΠολΔ, αποτρέπει τις διαμάχες και διασφαλίζει την τάξη και την αρμονία μεταξύ των κοινωνών. Η ακριβής και δίκαιη περιγραφή των στοιχείων στην αγωγή εξασφαλίζει ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει με ακρίβεια και δικαιοσύνη.
Συνοψίζοντας, η αυτούσια διανομή και η επιδίκαση ακινήτων αποτελούν σημαντικά εργαλεία για την επίλυση των διαφορών σχετικά με την κοινή περιουσία. Οι διατάξεις των άρθρων του ΚΠολΔ παρέχουν ένα σαφές πλαίσιο για τη δίκαιη και αποτελεσματική διανομή των περιουσιακών στοιχείων. Η διαδικασία αυτή προστατεύει τα δικαιώματα όλων των κοινωνών και εξασφαλίζει ότι η διανομή γίνεται με τρόπο που ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τα συμφέροντά τους.
Για την αγωγή διανομής κοινού ακινήτου, ο συνδυασμός των διατάξεων των άρθρων 798, 799, 1113 του Αστικού Κώδικα και των άρθρων 111 παράγραφος 2, 118 εδάφιο δ’, 216 παράγραφος 1 και 478 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μας δείχνει ότι πρέπει να αναφέρονται συγκεκριμένα στοιχεία. Αρκεί να αναφέρεται η συγκυριότητα των εναγόντων στο διανεμητέο ακίνητο και η μεταξύ τους κοινωνία. Πρέπει να περιγράφεται με ακρίβεια το ακίνητο που θα διανεμηθεί, ώστε να μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητά του. Πρέπει επίσης να αναφέρεται η αξία των προς διανομή πραγμάτων, για να καθοριστεί η υλική αρμοδιότητα του δικαστηρίου.
Επιπλέον, πρέπει να δηλώνεται η έλλειψη συμφωνίας του εναγόμενου για τη διανομή. Η αγωγή πρέπει να περιλαμβάνει το ποσοστό συμμετοχής κάθε διάδικου στην κοινωνία. Αυτό είναι απαραίτητο για να μπορέσει το δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με τη δυνατότητα αυτούσιας διανομής. Αυτά τα στοιχεία επιτρέπουν στο δικαστήριο να σχηματίσει μια δικανική κρίση και να προχωρήσει στη δίκαιη διανομή του κοινού ακινήτου.