Η παρεμπόδιση της επικοινωνίας μεταξύ ενός γονέα και του παιδιού του από τον άλλο γονέα είναι ένα σοβαρό ζήτημα που, δυστυχώς, συμβαίνει συχνά.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο γονέας που υφίσταται αυτήν την απόρριψη, έχει το δικαίωμα να αναζητήσει δικαστική προστασία για να διασφαλίσει το δικαίωμά του στην επικοινωνία με το παιδί του.
Σύμφωνα με το άρθρο 169Α παράγραφος 1 του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν.4619/2019 -ΦΕΚ 95/Α/11-6-2019), η μη συμμόρφωση προς δικαστικές αποφάσεις που αφορούν την επικοινωνία με το παιδί επιβάλλει ποινικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης της φυλάκισης έως τριών ετών ή χρηματικών προστίμων. Αυτό ισχύει επίσης και για τη μη συμμόρφωση προς συμφωνίες που έχουν επικυρωθεί από συμβολαιογράφο και αφορούν την επικοινωνία με τα ανήλικα παιδιά.
Το εν λόγω αδίκημα ανήκει στην κατηγορία των εγκλημάτων παράλειψης και πραγματοποιείται όταν ο δράστης αρνείται να υπακούσει σε δικαστικές αποφάσεις. Η πραγμάτωση του εγκλήματος αυτού επέρχεται με τη μη συμμόρφωση του δράστη και, ως εκ τούτου, δεν χαρακτηρίζεται ως απόπειρα. Για να αποδειχθεί το εν λόγω αδίκημα, απαιτείται η ύπαρξη προσωρινής διαταγής ή δικαστικής απόφασης.
Σε σχέση με το Νόμο 5089/2024 για τα ομόφυλα ζευγάρια, η απόφαση που καθορίζει το δικαίωμα επικοινωνίας ενός γονέα με το παιδί του είναι διαμορφωμένη κατάλληλα και δεν αποτελεί καταψηφιστική. Αυτό σημαίνει ότι δεν απαιτείται η παρουσία εξαναγκαστικών μέτρων ή επισπευσμένης εκτέλεσης σε περίπτωση παραβίασης. Αν η απόφαση εκδοθεί μετά από τακτική αγωγή, τότε εφαρμόζεται η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Αφού εκδοθεί ο τίτλος εκτέλεσης, εκδίδεται επιταγή για εκούσια συμμόρφωση μετά από τρεις ημέρες.
Για την εκτέλεση των ασφαλιστικών μέτρων περί επικοινωνίας, πρέπει πρώτα να εκδοθεί η επιταγή και να περάσουν 24 ώρες από την έκδοσή της. Σε περίπτωση προσωρινής διαταγής για επικοινωνία, η εκτέλεση μπορεί να γίνει άμεσα μετά την καταχώρισή της και την υπογραφή του δικαστή ή του γραμματέα.
Είναι σημαντικό να τηρούνται πιστά οι διαδικασίες μετά την έκδοση των δικαστικών αποφάσεων, καθώς η παραβίαση τους οδηγεί σε νομικές συνέπειες, όπως προβλέπεται στο άρθρο 159 παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αυτό μπορεί να αμφισβητήσει την εφαρμογή του άρθρου 169Α του Ποινικού Κώδικα, που αφορά την τιμωρία του γονέα που παραβιάζει δικαστικές αποφάσεις για την επικοινωνία με το παιδί του.
Μια άλλη προσέγγιση επισημαίνει ότι ο γονέας που προωθεί το παιδί να μην επικοινωνεί με τον άλλο γονέα, δεν απαραίτητα παραβιάζει τη δικαστική απόφαση επικοινωνίας. Από την κοινή πείρα φαίνεται ότι η αρνητική στάση του παιδιού προς τον άλλο γονέα δεν υποδηλώνει απαραιτήτως ότι υπάρχει εξαναγκασμός από τον γονέα που συνυπάρχει μαζί του, για να μην επικοινωνεί με τον άλλο γονέα. Συνεπώς, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι, παρά τις δυνατότητες να αποδειχθεί το αντίθετο, ειδικά σε περιπτώσεις που διακρίνεται σαφής εξαναγκασμός του παιδιού να μην επικοινωνεί με τον πατέρα του, παρά την ύπαρξη δικαστικής απόφασης επικοινωνίας, η θέληση του παιδιού να επικοινωνεί ή όχι με τον γονέα που δε διαμένει μαζί του, είναι το κύριο κριτήριο για την επιβολή ποινικής τιμωρίας στον γονέα που εμποδίζει τη δικαστική απόφαση επικοινωνίας.
Καταλήγοντας, η νομοθεσία προβλέπει τη δυνατότητα για τον γονέα που δεν διαμένει με το παιδί να καταθέσει μήνυση, όταν ο άλλος γονέας δεν συμμορφώνεται με τη δικαστική απόφαση επικοινωνίας που έχει εκδοθεί. Είναι σημαντικό να τηρούνται με τυπικότητα οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση, όπως ορίζονται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και στο Δίκαιο της Αναγκαστικής Εκτέλεσης, πέρα από την έκδοση δικαστικών αποφάσεων επικοινωνίας. Ωστόσο, η βούληση του παιδιού σχετικά με την επικοινωνία με τον άλλο γονέα είναι κρίσιμος παράγοντας για το αν θα επιβληθεί ή όχι ποινική κύρωση στον δράστη για το αδίκημα του άρθρου 169Α παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα. Αν αντιμετωπίζετε περιπτώσεις παρεμπόδισης επικοινωνίας με τέκνο, μπορείτε να επικοινωνήσετε με το δικηγορικό γραφείο Κωνσταντίνος Καμουζής για εξειδικευμένη νομική υποστήριξη.