Σε περίπτωση που η συναινετική διαδικασία του διαζυγίου δεν είναι εφικτή, το διαζύγιο κατ’ αντιδικία αποτελεί τη μοναδική επιλογή. Το διαζύγιο κατ’ αντιδικία είναι η νομική διαδικασία που εφαρμόζεται όταν οι σύζυγοι δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε βασικά ζητήματα όπως η επιμέλεια ή η διατροφή των παιδιών, ή όταν διαφωνούν σχετικά με την έκδοση του διαζυγίου, για παράδειγμα, αν ο ένας σύζυγος δεν συναινεί.
Συχνά προκύπτουν διαφωνίες σε τέτοια ευαίσθητα οικογενειακά θέματα, και ο δικηγόρος οφείλει, πριν ξεκινήσει τις διαδικασίες για το διαζύγιο κατ’ αντιδικία, να προσπαθήσει να γεφυρώσει τις διαφορές και να εξετάσει αν μπορεί να επιτευχθεί συναινετική συμφωνία, καθώς η πιο ανώδυνη μέθοδος είναι πάντα προτιμότερη.
Οποιοσδήποτε από τους συζύγους πιστεύει ότι ο γάμος έχει κλονιστεί τόσο σοβαρά που η συμβίωση είναι αφόρητη, μπορεί μέσω του δικηγόρου του να καταθέσει αγωγή χρησιμοποιώντας τις διατάξεις του άρθρου 1439 του Αστικού Κώδικα περί ισχυρού κλονισμού του γάμου.
Στο άρθρο 1439, παράγραφος 2, αναφέρονται πέντε μαχητά τεκμήρια κλονισμού του γάμου:
α) η διγαμία (ύπαρξη άλλου γάμου),
β) η μοιχεία,
γ) η συζυγική εγκατάλειψη,
δ) η απειλή κατά της ζωής του ενάγοντος από τον εναγόμενο σύζυγο,
ε) η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας.
Τα μαχητά τεκμήρια υποδηλώνουν ότι είναι δεκτικά ανταπόδειξης από τον εναγόμενο μέσω του δικηγόρου του. Εκτός από τα μαχητά τεκμήρια, ο νόμος προβλέπει και ένα αμάχητο τεκμήριο ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης: τη διετή διάσταση των συζύγων, εφόσον δεν ζουν μαζί και δεν έχουν κοινή ζωή για διάστημα που υπερβαίνει τα δύο χρόνια. Σε αυτή την περίπτωση, ο ένας από τους δύο μπορεί να ζητήσει διαζύγιο, ακόμη και αν αυτός ευθύνεται για τη διετή διάσταση. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι μικρές περίοδοι επανασύνδεσης και προσπάθειας ανανέωσης των συζυγικών σχέσεων δεν διακόπτουν τη διετία.
Τα θέματα που μπορεί να εξεταστούν κατά τη διάρκεια ενός διαζυγίου με αντιδικία είναι τα εξής:
Ο λόγος του διαζυγίου. Ο νόμος αναγνωρίζει δύο βασικούς λόγους διαζυγίου: τον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης και την αμοιβαία συγκατάθεση των συζύγων.
Η επιμέλεια των παιδιών. Το δικαστήριο θα αποφασίσει με ποιον γονέα θα μείνουν τα παιδιά και ποιος γονέας θα έχει το δικαίωμα επικοινωνίας μαζί τους.
Η διατροφή των παιδιών. Το δικαστήριο θα καθορίσει ποιος γονέας θα πληρώνει διατροφή για τα παιδιά και το ποσό της διατροφής.
Η διατροφή του συζύγου. Το δικαστήριο μπορεί να υποχρεώσει τον έναν σύζυγο να καταβάλει διατροφή στον άλλο σύζυγο που έχει ανάγκη, είτε λόγω ανικανότητας εργασίας είτε λόγω άλλων ειδικών περιστάσεων.
Η περιουσία των συζύγων. Το δικαστήριο θα αποφασίσει πώς θα μοιραστεί η κοινή περιουσία των συζύγων.
Σε περίπτωση που οι σύζυγοι έχουν παιδιά, είναι σημαντικό να προσπαθήσουν να συμφωνήσουν σε μια λύση που θα είναι προς το συμφέρον των παιδιών. Εάν δεν υπάρξει συμφωνία, το δικαστήριο θα αποφασίσει για την επιμέλεια και την επικοινωνία των παιδιών με βάση το συμφέρον τους.
Ο χρόνος που απαιτείται για την ολοκλήρωση ενός διαζυγίου με αντιδικία εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η ύπαρξη παιδιών, η συμφωνία των συζύγων για τα θέματα της διατροφής και της επικοινωνίας με τα παιδιά, καθώς και ο φόρτος εργασίας των δικαστηρίων.
Συνήθως, η διαδικασία ενός διαζυγίου με αντιδικία διαρκεί από 8 έως 12 μήνες. Ωστόσο, μπορεί να απαιτηθεί περισσότερος χρόνος όταν υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες που πρέπει να επιλυθούν δικαστικά. Για παράδειγμα, αν δεν υπάρχει συμφωνία για τη φροντίδα των παιδιών, η διαδικασία μπορεί να παραταθεί, καθώς ο δικαστής μπορεί να ζητήσει διαμεσολάβηση ή να διορίσει έναν ειδικό για να βοηθήσει στη λήψη αποφάσεων.